- σκαληνόεδρο
- το, Ν(κρυσταλλ.) βλ. σκαληνόεδρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαληνόεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα… … Dictionary of Greek